- πρόσθεση
- η / πρόσθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι]1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ.β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν», Αριστοτ.)2. μαθ. μία από τις τέσσερεις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών και τών μερών τους σε έναν μόνο αριθμό3. γραμμ. η προσθήκη φθόγγου ή γράμματος στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος μιας λέξηςαρχ.1. το να προστίθεται, να τοποθετείται κάτι πάνω ή δίπλα σε κάτι άλλο (α. «πρόσθεσις ναρθήκων», Ιππιατρ.β. «κόμης προσθέσεις», Φιλόστρ.)2. η προσκόληση («πρόσθεσις ζῳδίων», επιγρ.)3. παροχή, χορήγηση τροφής, θρέψη4. επαύξηση5. επιδοκιμασία, συγκατάθεση6. βοήθεια, αρωγή («πρόσθεσις τοῡ θεοῡ», Πολύαιν.)7. μουσ. παύση δύο χρόνων8. (λογ.) προσθήκη γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.
Dictionary of Greek. 2013.